Η Ιταλία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς αντιπροσωπεύει το 45% των εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού.

Η Ιταλία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς αντιπροσωπεύει το 45% των εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), το 2018 εισήχθησαν στην Ιταλία συνολικά 67.992 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 42.934 τόνοι, δηλαδή το 55%, από την Ελλάδα καθιστώντας την τον κύριο προμηθευτή και στα δύο είδη.

Εκτιμάται πως η αγορά της Ιταλίας είναι ακόμα μεγαλύτερη λόγω των φορτώσεων που γίνονται στην Ελλάδα από Ιταλούς εμπόρους και ενδεχομένως καταγράφονται ως πωλήσεις στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα και ανά είδος:

Τσιπούρα

Το 2018 εισήχθησαν στην Ιταλία 37.242 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων οι 22.900 τόνοι, δηλαδή το 61,5%, προήλθε από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2017, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 2,25%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα αυξήθηκαν κατά 1,99%. Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή της Ιταλίας, η Ελλάδα το 2018 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 52% των συνολικών πωλήσεων νωπής τσιπούρας στην Ιταλία.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΑγροΤύπου, η μέση τιμή της τσιπούρας ήταν 4,45 €/κιλό, ήτοι μειωμένη κατά 4,91% σε σχέση με το 2017. Η αξία των εξαγωγών (σε τιμές παραγωγού) ανήλθε στα 101,9 εκ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση κατά 1,09% περίπου σε σχέση με το 2017 (100,8 εκ. ευρώ).

Λαβράκι

Το 2018 εισήχθησαν στην Ιταλία 30.750 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων οι 20.034 τόνοι, δηλαδή το 65,15%, προήλθε από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2017, παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 1,08%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα αυξήθηκαν κατά 0,96%. Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή της Ιταλίας, η Ελλάδα το 2018 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 56% των συνολικών πωλήσεων νωπού λαβρακιού στην Ιταλία.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΑγροΤύπου, η μέση τιμή στο λαβράκι ήταν 5,04 €/ κιλό, ήτοι μειωμένη κατά 7,01% σε σχέση με το 2017. Η αξία των εξαγωγών (σε τιμές παραγωγού) ανήλθε στα 100,97 εκ. ευρώ σημειώνοντας μείωση 1,94% σε σχέση με το 2017 (102,97 εκ. ευρώ).

Παϊσιάδης Σταύρος  (Αναδημοσίευση από www.agrotypos.gr )